ἀναβάσιον
Look at other dictionaries:
αναβάσιον — ἀναβάσιον, το (Μ) [ἀνάβασις] σκαλιά που οδηγούν επάνω σε έναν τόπο (αντίθ. καταβάσιον) … Dictionary of Greek
ἀναβάσιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβασίου — ἀναβάσιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάβαση — (anabasis). Γένος θάμνων ή μικρών δέντρων της οικογένειας των χηνοποδιιδών, ιθαγενών των παραμεσογειακών περιοχών. Έχουν φύλλα λεπτά, νηματοειδή και άνθη πρασινωπά. Ο καρπός είναι αχαίνιο. Από τα 15 είδη του γένους, στην Ελλάδα απαντά ένα μόνο… … Dictionary of Greek